καρπείον

καρπείον
καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω]
1. ο καρπός
2. η κάρπωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρπεῖα — καρπεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπείου — καρπεῖον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῑον», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”